ἀναχάζω

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχάζω Medium diacritics: ἀναχάζω Low diacritics: αναχάζω Capitals: ΑΝΑΧΑΖΩ
Transliteration A: anacházō Transliteration B: anachazō Transliteration C: anachazo Beta Code: a)naxa/zw

English (LSJ)

   A make to recoil, force back, found only in poet. aor. 1, οὐδ' ἀνέχασσαν prob. in Pi.N.10.69.    II mostly as Pass., ἀναχάζομαι, Ep. aor. ἀνεχασσάμην:—draw back, freq. in Il. of warriors, ἀλλ’ ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο 7.264, cf. 15.728, 16.819, 17.47, etc.; ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν giving way to the wave, Od.7.280: c. gen., ἀ. ἠπείροιο draw back from .., A.R.4.1241; ἐπὶ πόδα ἀναχάζεσθαι retire slowly, of soldiers, X.Cyr.7.1.34:—Act. in sense of Pass., Id.An.4.1.16.

German (Pape)

[Seite 214] (s. χάζω), zurückdrängen, ἀνέχασσεν Pind. N. 10, 69; zurückweichen, Xen. An. 4, 1, 16; sonst nur im med., schon bei Hom., im Kampfe zurückweichen, Il. 15, 728; ὀπίσσω ἀν., 16, 710; ἂψ ἀν., Hes. Sc. 336; übh. zurücktreten, umkehren, Od. 7, 280. 11, 97; in Prosa, ἐπὶ πόδα ἀνεχάζοντο Xen. Cyr. 7, 1, 34; An. 4, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχάζω: κάμνω τινὰ νὰ ὑποχωρήσῃ, εὕρηται μόνον ἐν τῷ ποιητ. ἀορ. α΄, οὐδ’ ἀνέχασαν (κοιν. ἐνέσχασαν) «οὐδ’ ὑποχωρῆσαι πεποιήκασιν» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 10. 129. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολύ μέσον, ἀναχάζομαι, Ἐπ. ἀόρ. ἀνεχασσάμην: - ὀπισθοχωρῶ, ὑποχωρῶ, συχν. ἐν Ἰλ., ἐπὶ πολεμιστῶν, ἀλλ’ ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο ΙΙ. 264· ἀλλ’ ἀνεχάζετο τυτθὸν Ο. 728· ἄψ ἀναχαζόμενον Π. 819, πρβλ. Ρ. 47, κτλ., ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἀφεὶς ἐμαυτὸν εἰς τὸ κῦμα, «ὑποκαταβὰς ἔνηχον» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 280· -μετὰ γεν., ἀναχάζεται ἠπείροιο, ἀποσύρεται ἀπὸ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1241· ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Ξεν., οὐκ ἐδύναντο ἀντέχειν, ἀλλ’ ἐπὶ πόδα ἀνεχάζοντο, βραδέως ὑπεχώρουν χωρὶς νὰ στραφῶσιν, ἀλλὰ βλέποντες πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἐπὶ μαχομένων στρατιωτῶν, Κύρ. 7. 1, 34· ἐν δὲ τῇ Ἀναβάσει (4. 1, 16) ὑπάρχει τὸ ἐνεργ. μετὰ παθ. σημασίας: ἐπιδιώκοντες καὶ πάλιν ἀναχάζοντες, ὀπισθοχωροῦντες.

French (Bailly abrégé)

reculer;
Moy. ἀναχάζομαι reculer : ἐπὶ πόδα XÉN pas à pas.
Étymologie: ἀνά, χάζω.