θοινήτωρ
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = θοινάτωρ, AP7.241 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 1214] ορος, ὁ, = θοινάτωρ, Antp. Sid. 99 (VII, 241).
Greek (Liddell-Scott)
θοινήτωρ: ὁ, = θοινάτωρ, θοινατήρ, Ἀνθ. Π. 7. 241, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 55.
Greek Monolingual
θοινήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ].