Πηνελόπεια

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πηνελόπεια Medium diacritics: Πηνελόπεια Low diacritics: Πηνελόπεια Capitals: ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ
Transliteration A: Pēnelópeia Transliteration B: Pēnelopeia Transliteration C: Pinelopeia Beta Code: *phnelo/peia

English (LSJ)

ἡ, Penelope, Od.24.194, etc.; Πηνελόπη, first in Hdt. 2.145, Ar.Th.547; Dor.

   A Πᾱνελόπᾱ AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

Πηνελόπεια: ἡ, θυγάτηρ τοῦ Ἰκάρου, γυνὴ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ω. 195, κτλ.· Πηνελόπη, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 2. 145, Ἀριστοφ. Θεσμ. 547· Δωρ. Πανελόπᾱ, Ἀνθ. Π. 6. 289. (Τὸ ὄνομα αὐτῆς σχετίζεται πρὸς τὴν μυθικὴν διήγησιν περὶ τοῦ ὑφάσματος ὅπερ ὕφαινε (πήνη, πηνίον), οἱονεὶ ἡ Ὑφάντρια, ἴδε Ὀδ. Τ. 138-158.)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Pénélope, femme d’Ulysse.
Étymologie: DELG πηνέλοψ.