συγκατασκευάζω

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασκευάζω Medium diacritics: συγκατασκευάζω Low diacritics: συγκατασκευάζω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: synkataskeuázō Transliteration B: synkataskeuazō Transliteration C: sygkataskevazo Beta Code: sugkataskeua/zw

English (LSJ)

   A help in establishing or organizing, τὴν ἀρχήν Th.1.93, cf. X.Lac.8.3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον σ. Pl.Plt. 274d, cf. Isoc.3.6, etc.; [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Pl.Lg. 920e; τὸ ἐπιτήδειον X.Vect.4.38; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον join in promoting it, D.18.143; πάντα σ. τινί assist him in promoting, Id.3.17: abs., Id.17.15:—Med., BCH55.43 (Odessus, i B.C.):—Pass., Phld Lib.p.25 O.; -αζόμενος στοχασμός, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog Stat.3, cf. Arg.D.19.14, Gal.8.566.

German (Pape)

[Seite 966] mit bereiten, einrichten, helfen; Thuc. 1, 93; Xen. Lac. 8, 3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν, Plat. Polit. 274 d; Isocr. 3, 6; Dem. 3, 17; τινὶ δυναστείαν, Pol. 1, 83, 4; νίκην, 3, 111, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατασκευάζω: συμπαρασκευάζω, συντελῶ πρὸς διευθέτησιν, τὴν ἀρχὴν Θουκ. 1. 93, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 3· πάνθ’ ὁπόσα σ. τὸν ἀνθρώπινον βίον Πλάτ. Πολιτ. 274D, πρβλ. Ἰσοκρ. 27Ε, κτλ.· [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Πλάτ. Νόμ. 920D· σ. τὸ ἐπιτήδειον Ξεν. Πόρ. 4, 38· σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον, βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὴν διεξαγωγὴν αὐτοῦ, Δημ. 275. 16· πάντα σ. τινί, βοηθῶ τινα εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων του, ὁ αὐτ. 33. 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 215, 27.

French (Bailly abrégé)

aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; τί τινι aider qqn à préparer qch.
Étymologie: σύν, κατασκευάζω.