ἀναπόδραστος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον,
A unavoidable, not to be escaped, Arist.Mu.401b13, Plu.2.166e, Alex.Aphr.Fat.166.3; τὸ ἀ. Plot.4.3.13. 2 Act., unable to run away, AB392, Alb.Intr.6.
German (Pape)
[Seite 203] unentrinnbar, Arist. mund. 7, 5; bei Plut. Superst. 4 δοῦλος, ein Sklav, der nicht entfliehen kann.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδραστος: -ον, ἄφυκτος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) ἀνίκανος νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inévitable.
Étymologie: ἀ, ἀποδιδράσκω.