χεζανάγκη

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χεζᾰνάγκη Medium diacritics: χεζανάγκη Low diacritics: χεζανάγκη Capitals: ΧΕΖΑΝΑΓΚΗ
Transliteration A: chezanánkē Transliteration B: chezanankē Transliteration C: chezanagki Beta Code: xezana/gkh

English (LSJ)

ἡ,

   A purgative plaster, Aët.3.135, Paul.Aeg.7.9.

German (Pape)

[Seite 1341] ἡ, eine Salbe zur Beförderung des Stuhlgangs, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

χεζᾰνάγκη: ἡ, ἀλοιφὴ καθαρτικὴ διευκολύνουσα τὴν κένωσιν τῶν περιττωμάτων, Παῦλ. Αἰγ. 7, 9, Ἀέτ. 3. 135, σ. 58 (b), 18.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αλοιφή κατάλληλη για την πρόκληση κένωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + ἀνάγκη.