θεόθυτος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, (θύω)
A offered to the gods: θεόθυτον, τό, a victim, Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1195] Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.
Greek (Liddell-Scott)
θεόθῠτος: -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς θυσία) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, θῦμα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
Greek Monolingual
θεόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς
2. (το ουδ, ως ουσ.) το θεόθυτον
το θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί-θυτος, πάν-θυτος].