τύρβα

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύρβᾰ Medium diacritics: τύρβα Low diacritics: τύρβα Capitals: ΤΥΡΒΑ
Transliteration A: týrba Transliteration B: tyrba Transliteration C: tyrva Beta Code: tu/rba

English (LSJ)

Adv., (τύρβη)

   A pell-mell, in confusion, [ὗς] τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311.3; also σύρβα, Hsch., cf. συρβάβυττα.

German (Pape)

[Seite 1164] adv., durch einander, verwirrt, drunter und drüber; Aesch. frg. 321, τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω; auch σύρβα.

Greek (Liddell-Scott)

τύρβᾰ: Ἐπίρρ., (τύρβη) pêle-mêle, συγκεχυμένως, ἀναμίξ, ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω κάτω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· ὡσαύτως σύρβα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «μετὰ θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.

Greek Monolingual

και σύρβα Α
επίρρ.
1. ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ θορύβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη / σύρβη «σύγχυση» + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφα)].