δεητικός
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to ask, Arist.EN1125a10; suppliant, φωνή D.S.17.44; λόγος Plu.Cor. 18; ἐπιστολαί Ph.2.590 (Sup.); εὐχαί Id.2.296 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 534] bittend, περί τινος Arist. Eth. 4, 3; λόγος Plut. Coriol. 18.
Greek (Liddell-Scott)
δεητικός: ή,όν, διατεθειμένος νὰ ζητήσῃ , Ἀριστ. Ἠθ .Ν.4.3, 32· ἱκέτης,ἱκετευτικός, φωνή Διόδ. 17.44· λόγος Πλούτ.Κορ.18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui demande, suppliant.
Étymologie: δέομαι.