χρυσοΰφαντος
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
German (Pape)
[Seite 1382] aus, mit Gold gewirkt, durchwirkt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοΰφαντος: -ον, ἐνυφασμένος μὲ χρυσόν, Δαμασκ. ΙΙΙ, 649C, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ Βασ. Τάξ. 24, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοΰφαντος, -ον, ΝΜ
υφασμένος με χρυσές κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ύφαντος (< ὑφαντός < ὑφαίνω), πρβλ. κροκ-ύφαντος, καλο-ΰφαντος].