σφαιρομαχέω
From LSJ
English (LSJ)
A spar with the σφαῖραι (σφαῖρα 4), Pl.Lg.830e. 2 play at ball, Plb. 16.21.6.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρομᾰχέω: μάχομαι, ἀγωνίζομαι διὰ τῶν πυκτικῶν σφαιρῶν (σφαῖρα Ι. 4), Πλάτ. Νόμ. 830Ε. 2) παίζω μὲ τὴν σφαῖραν, Πολύβ. 16. 21, 6.
Russian (Dvoretsky)
σφαιρομᾰχέω: 1) играть в мяч Polyb.;
2) σφαῖρα 4] устраивать кулачные бои в перчатках Plat.