ἀνακυκλικός
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ή, όν,
A easy to turn round, of a verse that will read either backwards or forwards, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν AP6.323 tit.
German (Pape)
[Seite 194] was sich leicht umdrehen läßt, bes, kleine Gedichte, die vor- u. rückwärts gelesen werden können, wie Leon Al. 33 (VI, 323).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυκλικός: -ή, -όν, εὔκολος νὰ ἀναστραφῇ, ἐπὶ στίχου ὅπερ δύναται νὰ ἀναγνωσθῇ καὶ ὀπισθοδρομικῶς, ἀναστρέφον ἢ ἀνακυκλικόν, ἐπιγραφὴ ποιήματος ἐν Ἀνθ. Π. 6. 323.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνακυκλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με ανακύκληση
αρχ.
αυτός που περιστρέφεται εύκολα, (στίχος) που διαβάζεται αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή.