συναπολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολαμβάνω Medium diacritics: συναπολαμβάνω Low diacritics: συναπολαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synapolambánō Transliteration B: synapolambanō Transliteration C: synapolamvano Beta Code: sunapolamba/nw

English (LSJ)

   A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40.    II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.

French (Bailly abrégé)

recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.