πολυάχητος
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for πολυήχητος.
German (Pape)
[Seite 660] = πολυήχητος, κῶμος, Eur. Alc. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάχητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολυήχητος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πολυήχητος.