προσέοικα

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

pf. with pres. sense, Att. inf. προσεικέναι prob. in E.Ba.1283, Ar.Ec.1161: Dor. plpf.

   A ποτῴκειν AP6.353 (Noss.), part. fem. ποτεοικεῖα prob. in Myia Ep.:—Pass. form of pf., προσήϊξαι E.Alc.1063:—to be like, resemble, λέοντι E.Ba. l.c., cf. Pl.Prt.331d; γεράνῳ Cratin.5; π. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον in habits, Ar.l.c.; σοὶ τὴν σιμότητα Pl.Tht.143e; π. κατὰ τὸ χρῶμα ἱέρακι Arist.HA563b22; ἑορτὴν εἰς τὰ πολλὰ καθαρμῷ -εοικυῖαν Plu.Num.19.    II seem fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and seemly, S.Ph.903; ἔξωρα . . κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Id.El.618.    III seem to do, c. inf., D.20.157.

German (Pape)

[Seite 760] (s. ἔοικα), perf. mit Präsensbdtg vom ungebr. προσείκω, att. auch προσεῖκα, inf. προσεικέναι, Eur. Bacch. 1276 Ar. Eccl. 1161, – ähnlich sein, λέοντι, Eur. a. a. O.; προσέοικέ τι δικαιοσύνη ὁσιότητι, Plat. Prot. 331 d; εἰρήνῃ, Isocr. 4, 182, u. öfter; Dem. 20, 157 u. Folgde; so auch perf. pass. προσήϊξαι, Eur. Alc. 1063; – τὰ προσεικότα, das Geziemende, Soph. Phil. 891 El. 608.

Greek (Liddell-Scott)

προσέοικα: πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. (οὐδὲ ὑπάρχει ἐνεστώς, προσείκω, ἐν χρήσει), Ἀττ. ἀπαρ. προσεικέναι, Εὐρ. Βάκχ. 1284, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1161· Δωρ. ὑπερσ. ποτῴκειν, Νόσσις ἐν Ἀνθ. Π. 6. 353· ― πλὴν τούτου ἔχομεν παθητικὸν τύπον τοῦ πρκμ. προσήιξαι, (πρβλ. τὸ παρ’ Ὁμήρῳ ἤικτο), ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 1063. Εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, λέοντι Εὐρ. Βάκχ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Πρωταγ. 331D· γεράνῳ Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 6· πρ. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὰ ἤθη, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σοὶ τὴν σιμότητα Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε· ὡσαύτως, πρ. τινὶ κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 2· εἴς τι Πλουτ. Νουμ. 19. ΙΙ. φαίνομαι κατάλληλος, προσήκων, ἁρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα ἀνάρμοστα, Σοφ. Φιλ. 903· οὕτως, ἔξωρα... κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 618. ΙΙΙ. φαίνομαι ὅτι πράττω τι, μετ’ ἀπαρ., Δημ. 505. 4.

French (Bailly abrégé)

v. προσείκω.