ὑποφώσκω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφώσκω Medium diacritics: ὑποφώσκω Low diacritics: υποφώσκω Capitals: ΥΠΟΦΩΣΚΩ
Transliteration A: hypophṓskō Transliteration B: hypophōskō Transliteration C: ypofosko Beta Code: u(pofw/skw

English (LSJ)

   A = ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v. l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφ-).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).

Greek Monolingual

ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.