παρόμοιος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον Th. 1.80; fem. η Hdt.4.183 ; α Arist. HA616a19, v.l. in Isoc.15.192 : -
A closely resembling, τινι Hdt.2.73, Th.1.132 ; τινος Cyran.6. 2abs., Hdt. 4.99, Th.1.80 ; παρόμοιόν ἐστιν, ὅπερ καὶ. . D.1.11 ; π.ποιεῖν ὡσπερανεί τις. . Plu.2.4d. 3of numbers, nearly equal, π. τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν X.HG3.4.13. Adv.-ως Arist. Resp.478b30. 4Gramm., employing assonance : π., τό, = παρομοίωσις, Rutil.2.12 ; κῶλα π. D.H. Comp.22, Demetr. Eloc.25.
German (Pape)
[Seite 526] ion. auch 3 Endungen, fast ähnlich, παρ' ὀλίγον ὅμοιος erkl. Poll. 9, 130; doch ist der Unterschied von dem simplex nicht immer merklich; γλῶσσαν οὐδεμιῇ ἄλλῃ παρομοίην νενομίκασι, Her. 4, 183; παρόμοιοι τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν, an Zahl fast gleich, Xen. Hell. 3, 4, 13; Dem. 1, 11; Arist. H. A. 9, 14 u. Folgde; πρός τινα, Thuc. 1, 80; ὀλιγαρχικὰ πολιτεύματα δοκοῦντα παρόμοιον ἔχειν τι τοῖς ἀριστοκρατικοῖς, Pol. 6, 3, 11. – Adv., Arist. respir. 17.
Greek (Liddell-Scott)
παρόμοιος: -ον, Θουκ. 1. 80· ἀλλὰ θηλ. -η Ἡρόδ. 4. 183· -α Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2, διάφ. γραφ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 192· Ἐπικ. -ομοίιος Χρησμ. Σιβ. 2. 35· - παρὰ πολὺ ὅμοιος, σχεδὸν ὅμοιος, πάνυ ὅμοιος, τινι Ἡρόδ. 2. 73, Θουκ. 1. 132. 2) ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 99, Θουκ. 1. 80· παρόμοιόν ἐστιν, ὅπερ καὶ .. Δημ. 12, 9· παρ. ποιεῖν ὡσπερανεὶ ... Πλούτ. 2. 4D. 3) ἐπὶ ἀριθμῶν, σχεδὸν ἴσως, π. τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμὸν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 13· - πρβλ. παρομοίωσις. Ἐπίρρ. -ως, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17. 2.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
qui a quelque ressemblance avec, presque semblable à, τινι ; παρόμοιον ὅπερ DÉM à peu près comme, παρόμοιον ὡσπερανεί PLUT à peu près comme si ; παρόμοιον τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν XÉN à peu près égaux en nombre avec les Grecs.
Étymologie: παρά, ὅμοιος.