δραστέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A to be done, S.Tr.1204. II δραστέον one must do, Id.OT1443, E.IA1024, D.Chr.12.16.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δραστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ποιητέος, πρακτέος, Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de δράω.