πάρετος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A relaxed, palsied, μέλη AP5.54 (Diosc.); π. ποιεῖν τινα D.S.3.26, cf. Aret.SA1.5.
German (Pape)
[Seite 519] ον, abgespannt, schlaff, matt, μέχρι ἂν διακόψας τὰ νεῦρα ποιήσῃ πάρετον τὸ ζῷον, D. Sic. 3, 26; übertr., μέλη, Sosipat. 2 (V, 55).
Greek (Liddell-Scott)
πάρετος: -ον, χαλαρός, παράλυτος, μέλη Ἀνθ. ΙΙ. 5. 55· π. ποιεῖν τινα Διόδ. 3. 26, πρβλ. Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάρετος· παραλελυμένος».
Greek Monolingual
-ον ΜΑ παρίημί
1. χαλαρός, παράλυτος, παραλυμένος («μέχρι ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ ζῷον», Διόδ.)
2. άτονος, νωθρός
3. τρελός, αλλόφρονας.