ἀποσκέπτομαι
From LSJ
English (LSJ)
not found in pres. (v. ἀποσκοπέὠ,) fut. ἀποσκέψομαι. aor. ἀπεσκεψάμην:—
A examine, Plu.3.582d, ἔς τι Hp.Mul.1.11.
German (Pape)
[Seite 324] = ἀποσκοπέω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκέπτομαι: ἄχρ. ἀποθ., ἐξ οὗ τὸ ἀποσκέψομαι μέλλ. τοῦ ἀποσκοπέω: ― ῥηματ. ἐπίθ. ἀποσκεπτέον, πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
fut. ἀποσκέψομαι;
observer de loin ou d’en haut ; observer, examiner, acc..
Étymologie: ἀπό, σκέπτομαι.