χοροτερπής
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ές,
A delighting in the dance, Nonn.D.14.249.
German (Pape)
[Seite 1367] ές, sich an Chören, Reigentänzen vergnügend, Nonn. D. 20, 24.
Greek (Liddell-Scott)
χοροτερπής: -ές, ὁ χοροῖς τερπόμενος, Νόνν. Διονυσ. 14. 249.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που του αρέσει ο χορός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -τερπής (< τέρπω «αρέσω, ευχαριστώ»), πρβλ. δημο-τερπής].