Λιβύη
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, Libya, Od.4.85, 14.295, Hdt.1.46, etc.; also for Africa generally, Id.4.42, al.;
A the west bank of the Nile, PTaur.8.9 (ii B.C.), PLond.1.3.8 (ii B.C.): prov., ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν or κακόν, Arist.HA606b20, Zen.2.51:—Adv. Λῐβύηθεν, from Libya, D.P. 46, 222:—also Λῐβύηθε, Dor. Λῐβῠ-ᾱθε, Nic.Al.368, Theoc.1.24:—Adj. Λῐβῠκός, ή, όν, Hdt.2.8, etc.; Λ. ὄρνεον, i.e. a strange, foreign bird, Ar.Av.65; Λ. λόγοι a kind of fables resembling those of Aesop, Arist.Rh.1393a30; also, western, Ptol.Tetr.119; = δυτικός, Procl. Par.Ptol.29.
Greek (Liddell-Scott)
Λῐβύη: ἡ, τὸ βόρειον μέρος τῆς Ἀφρικῆς τὸ πρὸς δυσμὰς τῆς Αἰγύπτου, Ὀδ. Δ. 85., Ξ. 295, Ἡρόδ., κτλ.· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὅλης ἠπείρου, ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινὸν ἢ κακὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 11, Παροιμιογρ.· ― Ἐπίρρ. Λιβύηθεν, ἐκ τῆς Λιβύης, Διον. Π. 46. 222· ὡσαύτως Λιβύηθε, Δωρ. -ᾱθε, Νικ. Ἀλ. 368, Θεόκρ. 1. 24· ― Ἐπίθ. Λιβυκός, ή, όν, Ἡρόδ., κτλ.· Λ. ὄρνεον, δηλ. ξένον καὶ παράδοξον πτηνόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 65· Λ. λόγοι, εἶδος μύθων ὁμοίων τοῦ Αἰσώπου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 2· πρβλ. Λίβυς. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 175.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la Libye, p. ext. l’Afrique.
Étymologie: Λίβυς.