ἀνάστημα
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀνίσταμαι)
A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.); τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92; ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (prob.l.); ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2(prob.). 2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15. 3 high ground, in pl., Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc. 4 erection, building, Epict.Gnom.62(pl.): metaph., structure, φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10. 5 eruption, φλυκταινῶν Lyd.Ost.35:—also ἀνάστεμα, LXX Ju.9.10.al.
German (Pape)
[Seite 209] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάστημα: -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) ὕψος, μέγεθος, ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) ἀνέγερσις οἰκοδομήματος, οἰκοδόμημα, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς τύπος ἀνάστᾰμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνάσταμα SB 10771 (III a.C.); tb. ἀνάστεμα LXX Iu.9.10
I abstr.
1 altura de una planta, Thphr.HP 9.9.5, de montañas, Hero Def.135.8
•estatura de una pers. τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. I.AI 2.230
•alzada de un animal, D.S.5.17
•fig. dignidad, majestad ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2, ἀ. βασιλικόν D.S.19.92, ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (cj.).
2 restauración, reparación εἰ μή τὸ τοῦ Ἀδὰμ σύμπτωμα εἰς ἀσύγκριτον ἀ. Χριστὸς ἀνεστήσατο Ath.Al.M.26.1104C.
3 erupción φλυκταινῶν Lyd.Ost.35.
II concr.
1 región alta, altura gener. plu., Plb.34.1.16, Str.2.3.2, D.S.2.14
•prominencia, saliente Simp.in Cael.480.15
•cubo de la rueda, Sm.Ez.1.18
•defensa, colmillo de elefantes SB 10771.2, 3, 14, 19 (III a.C.).
2 estructura, edificio πολυτέλεια τῶν ἀ. Epict.Gnom.62, cf. I.Ap.1.140, fig. ἀ. φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.37
•creación εἶπεν ὁ παντοκράτωρ ... κοινὸν ἀ. δῶμεν Orac.Sib.8.268, ἀπολέσει πᾶν τὸ ἀνάστημα T.Abr.A 10 (p.88.19).
3 guarnición en un lugar alto τῶν ἀλλοφύλλων LXX 1Re.10.5.