προσχράομαι
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A use or avail oneself of a thing besides, τινι Arist.Rh. 1358b19; but more freq. simply, use, τινὶ εἴς τι Pl.Cra.435c; χάριν τοῦ σίτου Id.Criti.115a; τούτοις ταῦτα Id.Phlb.44d: c. dupl. dat., ὥσπερ μάντεσι π. τισί ib.c; [θεράπουσι] πρὸς τὰς διακονίας Arist.Pol.1263a20, cf.Ph.200b19, LXXEs.8.13 (16.17), etc.; νόμῳ BGU1127.21 (i B.C.):— Pass., τὰ -χρησθέντα CPHerm.92.11 (iii A.D.). II abuse, [παιδίσκῃ] dub. sens. in PSI4.406.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 789] (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. (s. χράομαι), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12.
Greek (Liddell-Scott)
προσχράομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος προσέτι, τινι, συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., ὥσπερ μάντεσι πρ. τισι αὐτόθι C.