φοράδην
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. φορ-άδαν, Adv.
A borne along, borne or carried in a litter or the like, as a sick person, E.Andr.1166 (anap.), Rh.888 (anap.), IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20; φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, D.C.56.45, Luc.DMort.14.5; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.Cor.24. 2 with rushing motion, violently, S. OT1310 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1299] adv., 1) getragen, auf einer Babre, τὸν νεόδμητον ἐν χεροῖν φοράδην πέμπει Eur. Rhes. 888; auf einem Sessel liegend, sitzend, von Kranken, ὑγιὴς ἐξελθὼν φοράδην ἦλθον οἴκαδε Dem. 54, 20; Plut. Popl. 16 u. a. Sp., wie Ach. Tat. 1, 13. – 2) dahingetragen, fortgerissen, in reißend schneller Bewegung, Soph. O. R. 1311 πᾷ μοι φθογγὰ φοράδην; Eur. φοράδην δῶμα πελάζει Andr. 1167.
Greek (Liddell-Scott)
φοράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον οἴκαδε Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «φοράδην κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φοράδην… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) μετὰ ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en portant ou en étant porté, càd en chaise, en litière;
2 par un transport rapide, vivement.
Étymologie: φορά, -δην.