καρφαλέος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
α, ον, (κάρφω)
A dry, parched, ὡς ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od.5.369; δέρμα Hp.Aph.5.71, Prog.2, Gal.10.674; ἀστάχυες, ἄρουρα, AP9.384.14, Orph.L.269; κ. δίψει AP9.272 (Bianor), 7.536 (Alc.); of sound, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς . . ἄϋσεν the shield rang dry, i.e. sharply, Il.13.40 II Act., drying, parching, πῦρ v.l. for καρχ- (q. v.), Nic.Th.691.
German (Pape)
[Seite 1331] (κάρφω), trocken, dürr; ὡς δ' ἄνεμος ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Od. 5, 368; ἀστάχυες Mens. Rom. 14 (IX, 384); vor Durst erschöpft, durstig, δίψῃ καρφαλέοι, κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῦγον Il. 21, 541, alte v. l., wo jetzt καρχαλέοι steht; δίψει Bian. 4 (IX, 272); φάρυγξ δ. καρφ. Alc. Mess. 18 (VII, 536); vom Schalle, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος, dürr, heiser erklang der Schild, Il. 13, 409. Bei Nic. Th. 691 heißt das Feuer so, ausdörrend, brennend.
Greek (Liddell-Scott)
καρφᾰλέος: -α, -ον, (κάρφω) ξηρός, κατάξηρος, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε. 369 (πρβλ. καρχαλέος)· δέρμα Ἱππ. Ἀφ. 1256, Προγν. 36· ἀστάχυες, ἄρουρα Ἀνθ. Π. 9. 384, 14, Ὀρφ. Λιθ. 266· καρφ. δίψῃ Ἀνθ. Π. 9. 272· -ἐπὶ ἤχου, καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπὶς… ἄϋσε, ἡ ἀσπὶς ἐξέβαλε ξηρὸν ἦχον (ὡς κοῖλον πρᾶγμα), Ἰλ. Ν. 409. ΙΙ. ἐνεργ., ξηραίνων, καταξηραίνων, πῦρ Νικ. Θηρ. 691.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sec, aride, altéré ; fig. en parl. du son sec, dur.
Étymologie: κάρφω.