κωλῆ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
English (LSJ)
ἡ, contr. from κωλέα, which occurs in Anaxipp.1.38, LXX 1 Ki.9.24: κωλία (v. κωλίαν) is a dialectal form: (κῶλον):—
A thighbone with the flesh on it, ham, esp. of a swine, Ar.Pl.1128, Fr.224, X. Cyn.50.30, Pl.Com.17(pl.), Amips.7; ἐρίφου Xenoph.6.1; βοὸς κ. Luc.Lex.6; the portion of the priestess at a sacrifice, IG22.1361.5, SIG1015.10 (Halic.), etc. II membrum virile, Ar.Nu.989, 1019.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῆ: ἡ συνῃρ. ἐκ τοῦ κωλέα, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἀναξίππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 38· (κῶλον)· ― ὀστοῦν τοῦ μηροῦ μετὰ σαρκὸς ἐπ’ αὐτοῦ, Τουρκ. «μποῦτι», κυρίως χοίρειον, «χοιρομέρι», Ἀρι. Πλ. 1128, Ἀποσπ. 5, Ξεν. Κυν. 50, 30, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 368D· ἐρίφων Ξενοφάν. 5. 1· βοὸς κ. Λουκ. Λεξιφ. 6· τὸ μερίδιον ἱερείας ἐν θυσίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 10. ― Συνών. τύποι εἶναι: κωλεός, κωλήν, πρβλ. κώληψ· τὸ κωλία παρ’ Ἡσύχ. εἶναι πιθ. Βοιωτ., ἴδε Schmidt. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, ψωλή, πυγὴν μικράν, κωλὴν μεγάλην Ἀριστοφ. Νεφ. 1018, πρβλ. 989.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
v. κωλέα.