διάσπασις
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A tearing asunder, forcible separation, Arist.Cael. 313b20, Mete.372b19, Thphr.Lass.18, cj.in Epicur.Ep.2p.44U. II gap, Plu.2.721a.
Greek (Liddell-Scott)
διάσπᾰσις: -εως, ἡ, βίαιος διαχωρισμός, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 5, Μετεωρ. 3. 3, 5· ἀντίθ. κάταξις καὶ θλάσις. ΙΙ. χάσμα, Πλούτ. 2. 721Α·‒ οὕτω διάσπασμα, τό, ὁ αὐτ. Αἰμιλ. 20, κτλ.· καὶ διασπασμός, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 129Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déchirure ; lacune, intervalle.
Étymologie: διασπάω.