ῥευστικός
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ή, όν,
A flowing, liquid, Plu.Aem.14, 2.905e. Adv. -κῶς ib.878f.
German (Pape)
[Seite 838] flüssig, fließend, Plut. Aem. Paull. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥευστικός: -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, ἀσταθής, οὐσία Πλούτ. 2. 268D· πολυπραγμοσύνη ῥ. εἰς ἅπαντα αὐτόθι 522Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fluide, coulant.
Étymologie: ῥευστός.