σφαῖρος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαῖρος Medium diacritics: σφαῖρος Low diacritics: σφαίρος Capitals: ΣΦΑΙΡΟΣ
Transliteration A: sphaîros Transliteration B: sphairos Transliteration C: sfairos Beta Code: sfai=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A = σφαῖρα, the condition of the Universe (ὁ Κόσμος), when brought together by Eros, Emp.27.4,al.    II cf.σφῆρος.    III dub. sens. in POxy.1727.15 (ii/iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σφαῖρος: -ον, = σφαῖρα, ἡ κατάστασις τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Α
η πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση του κόσμου
αρχ.
(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σφαῖρα, με αλλαγή γένους].