ἐπιτίμιον

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίμιον Medium diacritics: ἐπιτίμιον Low diacritics: επιτίμιον Capitals: ΕΠΙΤΙΜΙΟΝ
Transliteration A: epitímion Transliteration B: epitimion Transliteration C: epitimion Beta Code: e)piti/mion

English (LSJ)

τό, mostly in pl., ἐπιτίμια, τά,

   A value, price, or estimate of a thing, i.e.,    1 the honours paid to a person, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. S.El.915 (nisi leg. τἀπιτύμβια).    2 assessment of damages, penalty or penalties, ἐ. διδόναι τινί inflict.., Hdt.4.80, cf. E.Hec.1086, etc.; τῶνδε τἀπ. for these things, A.Pers.823 ; τοῖς ἐ. ἔνοχοι τοῦ φόνου Antipho 4.1.4 ; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐ. Lycurg. 4 ; ἐ. δυσσεβείας the wages of ungodliness, S. El.1382, cf. X.Mem.3.12.3 ; κρίσεις..μεγάλ' ἔχουσαι τἀπιτίμια D.18.14 : in sg., τοὐπιτίμιον λαβεῖν exact the penalty, A.Th.1026 ; ἐ. ἔπεστί τινι Is.3.47 ; θάνατον ἔταξε τὸ ἐ. Arist.Oec.1349b30; ἐ. ὁρίζειν τινί IG22.1104 ; τριπλάσια τὰ ἐ. ἀποτεισάτω PHal.1.208 (iii B.C.), cf. Foed.Delph. Pell.2A21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίμιον: τό, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐπιτίμια, τά, ἡ ἀξίαἐκτίμησις πράγματός τινος, ὅ ἐ. 1) αἱ πρός τινα γενόμεναι τιμαί, ἔστ᾿ Ὀρέστου ταῦτα τἀπ. Σοφ. Ἠλ. 915· (ἀλλ’ ἐπειδὴσημασία αὕτη οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντᾷ, ὁ Δινδόρφ. προτείνει τἀπιτύμβια· τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέκρινε καὶ παρεδέξατο ὁ Jebb). 2) ποινή, τιμωρία, τοῖσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡροδ. 4. 80, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1086· τοιαῦθ’ ὁρῶντες τῶνδε τἀπιτίμια Αἰσχύλ. Πέρσ. 823· τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Ἀντιφῶν 125. 33· τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπιτ. Λυκοῦργ. 148. 17· καὶ δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί, πῶς ἀνταμείβουσι, δηλ. πῶς τιμωροῦσιν οἱ θεοὶ τὴν ἀσέβειαν, Σοφ. Ἠλ. 1382, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 3· κρίσεις… μεγάλα ἔχουσαι ἐπιτίμια Δημ. 229, τέλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, τόνδ’ ὑπ’ οἰωνῶν δοκεῖ ταφέντ’ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖν, ὅτι θὰ λάβῃ τὴν τιμωρίαν, θὰ τιμωρηθῇ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1021· θάνατον ἔταξε τὸ ἐπ. Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 9· ἐπ. ὁρίζειν τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 354, κτλ. Ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθήκαις) 2561b. 80, ἐπιτίμοις ἀπαντᾷ, καὶ ἐπιτίμιον αὐτόθι 4300v.