πανθοινία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ,
A a high festival, Ael.NA2.57, 5.54.
German (Pape)
[Seite 460] ἡ, vollkommner, stattlicher od. allgemeiner Schmaus, vgl. Schol. Ar. Vesp. 999; Ael. H. A. 2, 57 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πανθοινία: ἡ, μεγάλη, τελεία εὐωχία, πανδαισία, Αἰλ. π. Ζ. 2. 57., 5. 54, κλ.