ἱερωστί
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
Ion. ἱρωστί, Adv.
A in holy sort, piously, Anacr.149.
German (Pape)
[Seite 1243] auf heilige Art, Anacr. bei Apollon. de adv. p. 572, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερωστί: Ἰων. ἱρωστί, Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον ἱερόν, ἱερῶς, ὁσίως, εὐσεβῶς, Ἀνακρ. 146.
Greek Monolingual
ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α)
επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν-ωστί, νε-ωστί, ταχε-ωστί].