σκοῖδος
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
(for which κοῖδος is wrongly given by codd. of Arc.47), ὁ, Maced. for διοικητής or ταμίας, Poll.10.16, Hsch., Phot.: as epith. of Dionysus, Men.Kith.Fr.9.
German (Pape)
[Seite 901] ὁ, macedonisch für διοικητής, ταμίας, auch κοῖδος geschrieben. – Auch Beiw. des Dionysus, Hemst. Poll. 10, 16, Mein. Men. p. 97.
Greek (Liddell-Scott)
σκοῖδος: ἢ κοῖδος (Ἀρκάδ. 47), ὁ, Μακεδ. ἀντὶ διοικητὴς ἢ ταμίας, Πολυδ. Ι΄, 16, Φώτ., Ἡσύχ.· ὡς ἐπίθετ. τοῦ Διονύσου, Μένανδρ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 9, ἴδε Hemst. εἰς Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
= οἰκονόμος, ταμίας, nom d’un fonctionnaire macédonien. Ἡ λέξις κεῖται ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς Ἀλεξάνδρου.
Étymologie: DELG σχίζω.