Παλαίμων
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ονος, ὁ, Palaemon, a sea-god friendly to the shipwrecked, E.IT271, Lyc.229; also epith. of Heracles, Id.663, Hsch.: —hence Πᾰλαιμόνιον, τό,
A temple of Palaemon, IG4.203 (Corinth).
Greek (Liddell-Scott)
Πᾰλαίμων: -ονος, ἀρσ. κύρ. ὄνομα, ἐπώνυμον τοῦ Μελικέρτου υἱοῦ τῆς Ἰνοῦς, ὅστις ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ὡς θαλάσσιος θεὸς προστάτης τῶν ναυαγῶν (πρβλ. Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 437, Αἰν. 5. 823), ἐν τῇ Λατ. λέγεται καὶ Portunus, Εὐρ. Ι. Τ. 271, Λυκόφρ. 228· ὡσαύτως ἐπώνυμον τοῦ Ἡρακλέους, ὁ αὐτ. 663, Ἡσύχ.· - Πᾰλαιμόνιον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Παλαίμονος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. (Πιθαν. ἐκ τοῦ παλαίω).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Palæmon :
1 surn. de Mélikertès;
2 surn. d’Héraklès.
Étymologie: παλαίω.