ἐντατικός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ή, όν,
A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35. 2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4. II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.
German (Pape)
[Seite 853] anspannend, anstrengend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντᾰτικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, διεγερτικός, ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ πολύγονον βοτάνη ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, εἶδος φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ ἐρυθρόνιον Διοσκ. 3. 134 (144).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 medic., de fármacos estimulante, que produce la erección, afrodisíaco ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.Sat.Gon.19, Sch.Nic.Al.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas Paul.Aeg.7.3 (p.197)
•subst. τὸ ἐντατικόν afrodisíaco Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, Hippiatr.Cant.10 tít.
2 de anim. macho provisto de vigor sexual ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ Gp.19.5.4.
3 bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá Fritillaria graeca L., o de las orquidáceas, quizá Serapias cordigera L., Ps.Dsc.3.128.