βήξ
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
βηχός,
A cough, ὁ, Th.2.49; ἡ, Hp.Prog.14, Phryn.Com.60, Arist.de An.420b33, Thphr.HP3.18.3.
German (Pape)
[Seite 442] βηχός, ἡ, der Husten, Arist. de an. 2, 8 u. Sp.; als masc., μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ Thuc. 2, 49, u. sonst; s. Lob. Paralip. p. 101.
Greek (Liddell-Scott)
βήξ: βηχός, (βήσσω) κ. βήχας· τὸ γένος ἀβέβαιον ἐν Ἱππ. Προγν. 41, Ἀφ. 1247· ἀρσεν. παρὰ Θουκ. 2. 49· θηλ. παρὰ Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστ. Ψυχ. 2. 8, 11, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 3.
French (Bailly abrégé)
βηχός (ἡ ou ὁ)
toux.
Étymologie: cf. βήσσω.