μανιόκηπος

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιόκηπος Medium diacritics: μανιόκηπος Low diacritics: μανιόκηπος Capitals: ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ
Transliteration A: maniókēpos Transliteration B: maniokēpos Transliteration C: maniokipos Beta Code: manio/khpos

English (LSJ)

ον, (κῆπος III) of women,

   A madly lustful, Anacr.158, Com.Adesp.1366.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιόκηπος: -ον, (κῆπος ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, ἀκόλαστος, ἀσελγὴς μέχρι παραφροσύνης, ἀνδρομανής, Ἀνδρ. 153.

Greek Monolingual

μανιόκηπος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος «γυναικείο εφήβαιο»].