συνεκκομίζω
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
A help to carry away, αὐτῷ τὴν μητέρα Isoc. 19.20. 2 attend the funeral of, Phylarch.26 J., Plu.CG14:—Pass., Mitt.Ver.Klass.Philol.in Wien 10.122 (Ephesus, i A.D.). II σ. τινὶ κακά, πόνους, Κύπριν, help one in bearing them, E.Or.685, El.73, Hipp. 465.
German (Pape)
[Seite 1012] mit ertragen, κακά Eur. Or. 684, πόνους τινί El. 73.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκομίζω: ἐκκομίζω, κομίζω ἔξω ὁμοῦ, αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. συνεκφέρω.
ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν ὁμοῦ, συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.
French (Bailly abrégé)
1 emporter ensemble ou en même temps : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à porter.
Étymologie: σύν, ἐκκομίζω.