ἀποκυματίζω
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
A make to swell with waves, boil up, Plu.2.734e: metaph., ἀ. τὰς ψυχάς ib.943d; ἦχον D.H. Comp.23.
German (Pape)
[Seite 309] wie eine Welle wegreißen, ἡ θερμότης τὸ πνεῦμα Plut. Symp. 8, 10, 1; άρμονία τῶν ὀνομάτων – τὸν ἦχον D. H. de C. V. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῡματίζω: κάμνω τι νὰ κυματίζῃ, νὰ ἀναβράζῃ, Πλούτ. 2. 734A: - μεταφ., ἀπ. τὰς ψυχὰς αὐτόθι 943C· εἶχον Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 23.
French (Bailly abrégé)
ballotter avec les flots, rendre houleux.
Étymologie: ἀπό, κυματίζω.