σύνθοινος
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ον,
A = σύνδειπνος, Polem.Hist.78, D.S.10.22.
German (Pape)
[Seite 1025] mitschmausend, Herodic. bei Ath. VII, 234 e.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθοινος: -ον, = σύνδειπνος, τὸ τοῦ παρασίτου ὄνομα... παρὰ τοῖς ἀρχαίοις... τῷ συνθοίνῳ παρόμοιον Πολέμων παρ’ Ἀθην. 234D.
Greek Monolingual
-ον, Α
μέτοχος σε γεύμα, σε δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -θοινος (< θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»), πρβλ. εὔ-θοινος].