σκληρόφθαλμος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον,
A having hard dry eyes, opp. ὑγρόφθαλμος, Arist.HA505b1, PA648a17, al., Thphr.Sens.36; also σ. ὄμματα Arist.HA526a9.
German (Pape)
[Seite 901] mit harten, starren Augen; Arist. H. A. 2, 13; Ggstz von ὑγρόφθαλμος, part. anim. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖς (ἀκινήτους) ὀφθαλμούς, ἀντίθετον τῷ ὑγρόφθαλμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 12, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 8, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, σκλ. ὄμματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 10.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σκληρά, δηλαδή δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὀφθαλμός.