εὔσκοπος
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
Ep. ἐΰσκ-, ον, (σκοπέω)
A keen-sighted, watchful, ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης Il.24.24, Od.7.137; of Artemis, 11.198 (cf. 11); of Heracles, Theoc.25.143; of Pan, Orph.H.11.9; of men, AP11.112 (Nicarch.). 2 far-seen, of stars and light, Ar.Ec.2 (v.l.), A.R.4.1716; of places, commanding a wide view, τὰ -ώτατα X.Cyr.6.3.2, cf. Arist.HA628a11 (nisi leg. εὐσκεπῆ), Plu.Cat.Ma.13. II (σκοπός) shooting well, of unerring aim (as some explain Od.11.198), of Apollo, Orac. ap. Hdt.5.61; Βριτόμαρτις Call.Dian.190; τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη A.Ch.694; εὐσκοπώτερα βάλλειν Hld.9.5. Adv. -πως, βάλλειν Ph.2.355: metaph., ἐξομοιοῦν Id.1.681; εὐ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Philostr. VS2.1.9.
German (Pape)
[Seite 1098] ep. ἐΰσκοπος, 1) gut sehend, spähend, Hermes, Il. 24, 24 Od. 1, 38; Hymn.; Artemis, Od. 11, 198; Callim. Dian. 190, wo es wie bei Apollo orac. Her. 5, 61 auch "gut zielend, gut treffend" sein kann; Herakles, Theocr. 25, 143; vom Pan, Orph. H. 11, 9; auch τόξα πρόσωθεν εὔσκοπα, aus der Ferne gut treffend, Aesch. Ch. 683. – 21 was gut zu sehen ist, weit sichtbar, Ar. Eccl. 2; σκοποὺς ἀεὶ ἀναβιβάζων ἐπὶ τὰ πρόσθεν εὐσκοπώτατα, von wo man weit sehen konnte, eine weite Aussicht gewährend, Xen. Cyr. 6, 3, 2; vgl. Arist. H. A. 9, 41; σημεῖα ἔθεντο πρός τινας εὐσκόπους κεραίας Plut. Cat. min. 13; – εὔσκοπα βάλλειν, adverbial, sicher treffend schießen, auch εὐσκόπως βάλλειν, Sp.; übtr., εὐσκόπως ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Philostr. soph. 2, 1, 19 u. Philo, treffend antworten.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσκοπος: Ἐπικ. ἐΰσκοπος, ον, (σκοπέω) ὁ καλῶς σκοπῶν, ὀξυδερκής, ἄγρυπνος, ἐΰσκοπος Ἀργειφόντης Ἰλ. Ω. 24, 109, Ὀδ. Η. 137∙ ἅπαξ ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Λ. 198 (ἴδε κατωτ.)∙ ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Θεόκρ. 25. 143∙ περὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 12. 9∙ ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀνθ. Π. 11. 112. 2) ὁ ἐν μεγάλῃ ἀποστάσει ὁρώμενος, ἐπὶ ἀστέρων καὶ φωτός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 2, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1716 ἐπὶ τόπων, ἔχων ἐκτεταμένην θέαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 5, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13. ΙΙ. (σκοπὸς) ἄγαθὸς σκοπευτής, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, ἐΰσκοπος ἰοχέαιρα, «ἡ εὖ καταστοχαζομένη τοῦ σκοποῦ» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 198∙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 61, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἥραν 190∙ τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη Αἰσχύλ. Χο. 694∙ οὕτω παρὰ μεταγεν., εὔσκοπα βάλλειν, τοξεύειν Ἡλιόδ. 9. 5∙ πρβλ. εὔστοχος. - Ἐπίρρ. -πως, Φίλων 2. 372∙ εὐσκ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Φιλόστρ. 556.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰσκοπος;
ος, ον :
I. 1 qui voit de loin ou au loin;
2 qui vise bien, qui atteint le but;
II. bien en vue, visible;
Sp. εὐσκοπώτατος.
Étymologie: εὖ, σκοπέω.