μεγαλομοιρία
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ἡ,
A magnificence, Aristeas 21 (dub.).
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, = μεγαλομέρεια, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλομοιρία: ἡ, μεγαλοπρέπεια, Ἀριστέας.
Greek Monolingual
μεγαλομοιρία, ἡ (Α)
η μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλόμοιρος].