αὐστηρότης

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐστηρότης Medium diacritics: αὐστηρότης Low diacritics: αυστηρότης Capitals: ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΣ
Transliteration A: austērótēs Transliteration B: austērotēs Transliteration C: afstirotis Beta Code: au)sthro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A harshness, roughness, X.An.5.4.29; οἴνου, opp. γλυκύτης, Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5.    2 metaph., harshness, crabbedness, τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτης, δριμύτης, οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ γλυκύτης Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. τραχύτης, χαλεπότης, τοῦ γήρως ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
sécheresse, âpreté, saveur âcre.
Étymologie: αὐστηρός.
Ant. γλυκύτης.