καταῦθι
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
Adv.
A again, once more, A.R.1.1079, 2.528; in Od.10.567, 21.55 κατ' belongs to the Verb.
German (Pape)
[Seite 1387] richtiger getrennt κατ' αὖθι, Od. 10, 567. 21, 55 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καταῦθι: ἐσφ. ἀντὶ τοῦ κατ᾿ αὖθι (ἡ δὲ κατ᾿ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα, ὅπερ ἢ προηγεῖται ἢ ἕπεται), Ὀδ. Κ. 567., Φ. 55· πρβλ. καὶ καταυτόθι.