πολύστονος
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
ον,
A much-sighing, mournful, of persons, Od.19.118, A.Th.845 (lyr.). 2 noisy, Νεῖλος f.l. for foreg. in Nic.Th.175; οἶδμα . . πολυστόνου Ἀμφιτρίτης Q.S.14.644. 3 of things, causing many sighs, mournful, grievous, κήδεα, Ἔρις, ἰός, Il.1.445, 11.73, 15.451; ξιφέων πολύστονον ἔργον Archil.3.3; τάφος Pi.Pae.6.99; π. φάτις A. Eu.380 (lyr.); Τροία S.Ph.1346; ἀρά, δαίμων, Ἐρινύς, E.Or.996 (lyr.), Hel.212 (lyr.), Supp.835 (lyr.); ἰός A.R.3.279, etc.
German (Pape)
[Seite 674] viel, oft od. laut seufzend, unglücklich; Od. 19, 118; Soph. El. 1267; auch = viel Seufzer verursachend, κήδεα, Ἔρις, ἰός, Il. 1, 445. 11, 73. 15, 451; ξιφέων ἔργα, Archil. 50; φάτις, Aesch. Eum. 558 Spt. 827; Τροία, Soph. Phil. 1330; ἀρά, Eur. Or. 997; Ἐρινύς, Suppl. 835, u. öfter; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστονος: -ον, ὁ πολὺ στενάζων, πενθῶν, ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Τ. 118, Αἰσχύλ. Θήβ. 845. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν πολλοὺς στεναγμούς, θληβερός, λυπηρός, κήδεα, Ἔρις, ἰὸς Ἰλ. Α. 445, Λ. 73, Ο. 451· ξιφέων πολύστονον ἔργον Ἀρχίλ. 3. 3· π. φάτις Αἰσχύλ. Εὐμ. 380· Τροία Σοφ. Φιλ. 1346· ἀρά, δαίμων Ἐρινὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 855, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se répand en gémissements, infortuné;
2 qui cause beaucoup de lamentations, de grandes douleurs.
Étymologie: πολύς, στένω.