πολυπόρευτος
From LSJ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
ον,
A much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.
German (Pape)
[Seite 669] viel gegangen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο-πόρευτος].