καταπυρίζω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A v. καππυρίζω.
German (Pape)
[Seite 1373] anzünden, Theocr. 2, 24, καππτρίσασα, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
καταπῠρίζω: καὶ ποιητ. τύπος καππυρίζω, καταπυρακτῶ, κατακαίω.
Greek Monolingual
καταπυρίζω και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) κατάπυρος
κατακαίω.