δήπου

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήπου Medium diacritics: δήπου Low diacritics: δήπου Capitals: ΔΗΠΟΥ
Transliteration A: dḗpou Transliteration B: dēpou Transliteration C: dipou Beta Code: dh/pou

English (LSJ)

indef. Adv. (better written δή που)

   A perhaps, it may be, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανε Il.24.736: in Trag. and Att. usu. doubtless, I presume, οὐ δήπου τλητόν A.Pr.1064; τῶν Ααΐου δ. τις ὠνομάζετο S.OT 1042, cf. Ar.Pl.491,582, Th.1.121, etc.; ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που, D.2.25, 19.113, cf. 18.249; σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δή που Id.3.9; οὐδεὶς ἀγνοεῖ δή που Id.21.156.    II as interrog. implying an affirm. answer, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; i.e. I presume you know, S.Tr.418; ἀνόμοιον δή που Pl.Tht.159b; οὐ δή που; surely it is not so? implying a neg. answer, as Ar.Ra.526, Pl.Men.73c.

German (Pape)

[Seite 567] od. richtiger δή που geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und πού, ihre gesonderte, ursprüngliche Bedeutung, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 1, 161 ἀνέρος οὗ δή που λεύκ' ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ κείμεν' ἐπ' ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει: hier hebt δή das οὗ hervor, und πού heißt entweder »irgendwo« od. »wohl«, »wahrscheinlich«; Iliad. 24, 736 ἤ τις Ἀχαιῶν ῥίψει ἀπὸ πύργου, χωόμενος, ᾡ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ ἢ πατέρ' ἠὲ καὶ υἱόν. – Nach Homer bei den Attikern = »doch wohl«, »sollte ich meinen«; οὐ γὰρ δή που, »doch wohl nicht gar«; oft ironisch, bes. in der Frage. Vgl. Aesch. Prom. 1064; Plat. Prot. 399 c Phil. 53 b; Soph. Ant. 381; Ar. Ran. 526 Equ. 900.

Greek (Liddell-Scott)

δήπου: ἀόρ. ἐπίρρ. κοινῶς γραφόμενον δή που, ἴσως, πιθανόν, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανε Ἰλ. Ω. 736· παρ᾿ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς ἐννοίας, βεβαίως, ἀναμφιβόλως, ὡς νομίζω, εἰκάζω, ὑποθέτω, ἐννοεῖται, εἰκότως, Λατ. scilicet, nimirum, οὐ δήπου τλητὸν Αἰσχύλ. Πρ. 1064· τῶν Λαΐου δ. τις ὠνομάζετο Σοφ. Ο. Τ. 1042· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 491. 582, Θουκ. 1. 121, κτλ.· συχν. ἐν φράσεσιν, ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που Δημ. 25. 15, κτλ.· σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δή που ὁ αὐτ. 31. 7· οὐδεὶς δή που ἀγνοεῖ ὁ αὐτ. 356. 9, κτλ. ΙΙ. ἐρωτημ., ὑποδουλωμένης ἀποκρίσεως καταφατικῆς, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; ὃ ἐ. εἰκάζω ὅτι γνωρίζεις, Σοφ. Τρ. 417· ἀνόμοιον δή που Πλάτ.· οὐ δή που; δὲν εἶναι οὕτω; ὑποδηλοῦν ἀπάντησιν ἀποφατικήν, ὡς Ἀριστοφ. Βατρ. 526, Πλ. 261.

French (Bailly abrégé)

ou δή που;
adv.
sans doute, je suppose : τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που ; SOPH tu connais la captive, je suppose ?